υπναλέος

υπναλέος
α, ο[ν]
1) сонный, сонливый; 2) см. υπναράς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υπναλέος" в других словарях:

  • ὑπναλέος — seen in sleep masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπναλέος — α, ο / ὑπναλέος, α, ον, ΝΑ αυτός που νυστάζει εύκολα, που τόν πιάνει εύκολα ο ύπνος νεοελλ. αυτός που τού αρέσει πολύ ο ύπνος, υπναράς αρχ. αυτός που φέρνει ύπνο, υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + κατάλ. αλέος (πρβλ. νυστ αλέος, πειν αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • υπναλέος — α, ο 1. αυτός που νυστάζει, ο νυσταλέος. 2. αυτός που αγαπά τον ύπνο, ο υπναράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπναλέον — ὑπναλέος seen in sleep masc acc sg ὑπναλέος seen in sleep neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέων — ὑπναλέος seen in sleep fem gen pl ὑπναλέος seen in sleep masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέη — ὑπναλέος seen in sleep fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέην — ὑπναλέος seen in sleep fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέης — ὑπναλέος seen in sleep fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέοι — ὑπναλέος seen in sleep masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέοιο — ὑπναλέος seen in sleep masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέοις — ὑπναλέος seen in sleep masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»